- θηρίο
- και θεριό, το (ΑΜ θηρίον)1. άγριο ζώο, αγρίμι2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.)νεοελλ.1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που ανέλαβε) ισχυρός, γερός, γιγαντόσωμος, μεγαλόσωμος («τόσο μικρός στα χρόνια και έγινε θηρίο»)2. άτακτο, ατίθασο παιδί3. οργισμένος, εξαγριωμένος άνθρωπος («έγινα θηρίο» — εξαγριώθηκα, οργίστηκα)νεοελλ.-μσν.παράξενο πλάσμα, μυθικό τέρας, στοιχειό, λάμια («το θεριό τής λίμνης»)μσν.1. μεγάλο φίδι, δράκος2. η αμαρτία3. φρ. «τὸ νοητὸν θηρίον» — ο διάβολοςμσν.-αρχ.1. γεν. ζώο, κάθε είδος τού ζωικού βασιλείου2. κήτοςαρχ.1. ζώο που διάκειται εχθρικά προς τον άνθρωπο2. ιατρ. θηρίωμα*, ερεθισμένη πληγή3. ο αστερισμός Λύκος4. δηλητηριώδες ζώο, φίδι5. (ως επίπληξη, περιφρονητικός χαρακτηρισμός ή βρισιά) κτήνος, ζώο6. φρ. «ἢ θηρίον ἢ θεός» — ή κατώτερο ή ανώτερο από την ανθρώπινη φύση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ. Παρά την κατάλ. -ιον δεν έχει υποκοριστική σημασία αλλά πρόκειται για παράγ. τ. που αντικατέστησε το θηρ στην ιων.-αττ. Ειδικότερα δηλώνει τα απεχθή, δηλητηριώδη κ.λπ. ζώα (βλ. και λ. ζώο). Στη Νέα Ελληνική η λ. πήρε τη σημασία «άγριο μεγάλο ζώο» και μεταφορικά «μεγαλόσωμος, δυνατός, ατίθασος, υπερβολικά θυμωμένος».ΠΑΡ. θηριώδηςαρχ.θηριάζομαι, θηριότης, θηριώαρχ.-μσν.θηριακός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θηριομαχία, θηριομάχος, θηριομαχώ, θηριομορφία, θηριοπρεπής, θηριοτροφείο, θηριοτρόφος, θηριοφόνοςαρχ.θηριάλωσις, θηριάλωτος, θηριάνθρωπος, θηριοβολία, θηριοβόλος, θηριόβρωτος, θηριοδείκται, θηριόδηγμα, θηριόδηκτος, θηριοθήρας, θηριοκόμος, θηριομάχης, θηριομιξία, θηριονάρκη, θηριόπληκτος, θηριότροφος, θηριοτροφώμσν.θηριόβλητος, θηριοβρωσία, θηριογνώμων, θηριοδηκτώ, θηριοειδής, θηριοκτόνος, θηριομαχείον, θηριομιγής, θηριοποιώ, θηριόστερνος, θηριοτροπία, θηριοτρόπος, θηριώνυμοςμσν.- νεοελλ.θηριόμορφος, θηριόψυχοςνεοελλ.θηριοδαμαστής, θηριόποδα, θηριόχορτο. (Β συνθετικό) αρχ. πανθήριοννεοελλ.δεινοθήριο, μεγαθήριο, παλαιοθήριο, τιτανοθήριο].
Dictionary of Greek. 2013.